- συστρατιῶται
- συστρατιώτηςfellow-soldiermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυστρατιῶται — συστρατιῶται , συστρατιώτης fellow soldier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дружина — ст. слав. дроужина συνοδία, συστρατιῶται, ἑταῖροι (Супр.), болг. дружина, сербохорв. дру̀жина, словен. družina, чеш. družina, польск. drużyna отряд, общество . Производное от друг. Напротив, имя собств. ж. р. Дружневна – супруга Бовы (Повесть о… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συνασκητής — ὁ, θηλ. συνασκήτρια Μ [συνασκῶ] 1. αυτός που ασκείται σε κάτι μαζί με άλλον («oἱ συνασκηταὶ συστρατιῶταί μου», Αν. Βοασσ.) 2. εκκλ. αυτός που διάγει ασκητική ζωή σε κοινόβιο μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
dher-2, dherǝ- — dher 2, dherǝ English meaning: to hold, support Deutsche Übersetzung: “halten, festhalten, stũtzen” Material: O.Ind. dhar “hold, stop, bear, carry, prop, support, receive, hold upright “ (present mostly dhüra yati; perf. dadhü… … Proto-Indo-European etymological dictionary